Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται της αρχαιολογίας της Εποχής του Χαλκού, ειδικά στην ηπειρ. Ελλάδα (Πελοπόννησο και Μακεδονία), της αρχαιολογίας του τοπίου και της αρχιτεκτονικής, των ταφικών πρακτικών και τελετουργιών, της χρήσης των Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών στη μελέτη και ανάλυση αρχαιολογικών δεδομένων και της μελέτης των πινακίδων Γραμμικής Β. Από το 2006 συμμετέχει ως επιστημονικός συνεργάτης στην πανεπιστημιακή ανασκαφή του Α.Π.Θ. στην Τούμπα Θεσσαλονίκης (υπό τη διεύθυνση του ομότ. καθ. Σ. Ανδρέου και από το 2020 της αναπ. καθ. Σ. Τριανταφύλλου) και είναι υπεύθυνη για τη μελέτη και δημοσίευση της στρωματογραφίας, αρχιτεκτονικής και οργάνωσης του χώρου κτιρίων του οικισμού που χρονολογούνται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και την Εποχή του Σιδήρου. Υπήρξε υπότροφος του Τμήματος Κλασικών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Cincinnati, ΗΠΑ, του ιδρύματος Προποντίς, του Κοινωφελούς Ιδρύματος Α. Σ. Ωνάσης, του Ιδρύματος Λεβέντη, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και του Mediterranean Archaeology Trust. Έχει συμμετάσχει σε διεθνή συνέδρια και ημερίδες και έχει δημοσιεύσει άρθρα σε συλλογικούς τόμους, πρακτικά συνεδρίων και ξένα περιοδικά με κριτές.
Η Σωτηρία Κιορπέ είναι υποψήφια διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Βιοαρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έλαβε το πτυχίο της στην Ιστορία, την Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης το 2012 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, συνέχισε με την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στην Ανθρώπινη Οστεολογία και την Ταφική Αρχαιολογία (MSc) στο Πανεπιστήμιο του Leiden, Ολλανδίας (2014) και στην Προϊστορική Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (2016).
Από το 2009 συμμετέχει ενεργά στην ανασκαφή ποικίλων οικιστικών και ταφικών συνόλων σε όλη την Ελλάδα ενώ για παραπάνω από μια πενταετία δούλεψε ως ανθρωπολόγος πεδίου στα μινωικά νεκροταφεία του Πετρά Σητείας και της Κουμάσας Αστερουσίων. Για σύντομο χρονικό διάστημα εργάσθηκε ως αρχαιολόγος πεδίου στο Υπουργείο Πολιτισμού (Εφορεία Αρχαιοτήτων Κοζάνης). Παράλληλα με την ανασκαφή ταφικών αποθέσεων, απέκτησε πολύτιμη εμπειρία στην καταγραφή και τη μελέτη ανθρώπινων σκελετικών καταλοίπων, και ειδικότερα διάσπαρτων και αποσπασματικών καταλοίπων από συλλογικές αποθέσεις καθώς μελέτησε το σκελετικό υλικό από επτά ταφικά κτίρια της προανακτορικής και παλαιονακτορικής περιόδου από το νεκροταφείο του Πετρά στη Σητεία. Επίσης έχει μελετήσει οστά από άλλες αρχαιολογικές θέσεις τόσο στην Κρήτη (Μόχλος, Κεντρί, Αζοριάς) όσο και στην ηπειρωτική Ελλάδα (Βρανάς Μαραθώνα).
Η διδακτορική της έρευνα πραγματοποιείται υπό την επίβλεψη της αναπληρώτριας καθηγήτριας Α.Π.Θ. Σεβαστής Τριανταφύλλου και εστιάζει στη μελέτη των ταφικών πρακτικών της προανακτορικής και παλαιοανακτορικής περιόδου στην ανατολική Κρήτη έχοντας ως επιστημονικό παράδειγμα και πυρήνα μελέτης το νεκροταφείο ταφικών κτιρίων του Πετρά Σητείας. Με επιρροές από τις εξελίξεις στην κοινωνική βιοαρχαιολογία και την αρχαιοθανατολογία, η έρευνα επικεντρώνεται στη συνδυαστική μελέτη των οστεολογικών, ταφονομικών και αρχαιολογικών δεδομένων με στόχο την ανασύνθεση των σταδίων και της μορφής του ταφικού εθιμοτυπικού. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις ενδείξεις μεταποθετικής μεταχείρισης των νεκρών και τις κοινωνικές προεκτάσεις των παραπάνω δραστηριοτήτων. Η προσέγγιση των δεδομένων υπό το πρίσμα σύγχρονων θεωρητικών σχημάτων, όπως η αρχαιολογία του σώματος, η αρχαιολογία του τοπίου, η ταυτότητα, οι πρακτικές μνημοτεχνικής και τελετουργιών, στοχεύει στην πληρέστερη κατανόηση του τρόπου διαχείρισης του παρελθόντος και του ρόλου των νεκρών για την κοινότητα του Πετρά. Η διατριβή της χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, το Κοινωφελές Ίδρυμα Α. Σ. Ωνάσης και το Γερμανικό Ίδρυμα Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD).
Κατά το διάστημα 1994-1997 διετέλεσε υπότροφος του Γερμανικού Ιδρύματος Ανταλλαγών και Υποτροφιών (DAAD) ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κολονίας, Γερμανίας. Στο ίδιο πανεπιστήμιο συνέχισε και ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή (2014), με θέμα Τα αναθηματικά πήλινα ειδώλια του ιερού της Παρθένου στην αρχαία Νεάπολη (σημ. Καβάλα). Συμβολή στην ιστορία μιας βορειοελληνικής πόλης και με επιβλέποντα καθηγητή τον H. von Hesberg. Κατά την παραμονή της στη Γερμανία (1994-2000) εργάστηκε κατά διαστήματα σε προγράμματα λαϊκής επιμόρφωσης της Διακονικής Εκκλησίας κάνοντας διαλέξεις σε θέματα αρχαίας ελληνικής ιστορίας και αρχαιολογίας και ξεναγήσεις σε μουσεία. Επίσης ασχολήθηκε με μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων των εκδόσεων Romiosini. Από τον Αύγουστο του 2000 ως και σήμερα εργάζεται ως καθηγήτρια στην Β΄/θμια Εκπαίδευση, αρχικά στη Φλώρινα και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, με οργανική θέση στο 2ο ΓΕΛ Καλαμαριάς.
Κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2012/13, 2009/10 εργάστηκε ως μέντορας στη Διδακτική της γλώσσας και της ιστορίας στο Τμήμα Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Παιδαγωγικής σχολής του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας στη Φλώρινα. Εξακολουθεί να παρακολουθεί την επιστημονική συζήτηση στον τομέα της αρχαιολογίας, ιδιαίτερα σε αυτόν των ειδωλίων, και συμμετέχει σε σχετικά συνέδρια με εισηγήσεις και άρθρα. Ως εκπαιδευτικός επιδιώκει να συνδέει τα περιεχόμενα των διδακτικών της αντικειμένων με άλλα γνωστικά αντικείμενα, αλλά και με την εξωσχολική ζωή (π.χ. επισκέψεις σε θέατρα, μουσεία κτλ.). Τα τελευταία δύο χρόνια συμμετέχει σε δύο προγράμματα Erasmus («Δημοκρατία στα σχολεία» και «Αξίες, ταυτότητα και πολιτισμός»). Γνωρίζει άριστα τη γερμανική και αγγλική γλώσσα, καλά τη γαλλική και αρκετά καλά την ιταλική.